Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέσις
δέσματα
δεσμευτικός
δεσμεύω
δέσμη
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δεσμώματα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσιος
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσποτείᾱ
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
View word page
δεσμώτης
δεσμώτηςουmδεσμός one who is held in bonds or in prisoncaptive, prisonerA. Hdt. S. Th. Pl. δεσμῶτιςιδοςfem.adj of animalscaptivetrussed upS.

ShortDef

a prisoner, captive

Debugging

Headword:
δεσμώτης
Headword (normalized):
δεσμώτης
Headword (normalized/stripped):
δεσμωτης
IDX:
8361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8362
Key:
δεσμώτης

Data

{'headword_display': '<b>δεσμώτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δεσμώτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δεσμός</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who is held in bonds or in prison</Def><Tr>captive, prisoner</Tr><Au>A. Hdt. S. Th. Pl.<NBPlus/></Au></nS1> <RelW><HG><HL>δεσμῶτις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG> <S1><Indic>of animals</Indic><Tr>captive<or/>trussed up</Tr><Au>S.</Au> </S1></RelW></NE>', 'key': 'δεσμώτης'}