Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσματα
δεσμευτικός
δεσμεύω
δέσμη
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δεσμώματα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσιος
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσποτείᾱ
δεσποτέω
View word page
δεσμώματα
δεσμώματατωνn.plbonds, fetters, chainsA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεσμώματα
Headword (normalized):
δεσμώματα
Headword (normalized/stripped):
δεσμωματα
IDX:
8359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8360
Key:
δεσμώματα

Data

{'headword_display': '<b>δεσμώματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δεσμώματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG><nS1><Tr>bonds, fetters, chains</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δεσμώματα'}