Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέρσις
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσματα
δεσμευτικός
δεσμεύω
δέσμη
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δεσμώματα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσιος
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσποτείᾱ
View word page
δεσμο-φύλαξ
δεσμοφύλαξακοςm prison guardjailerNT.

ShortDef

a gaoler

Debugging

Headword:
δεσμοφύλαξ
Headword (normalized):
δεσμοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
δεσμοφυλαξ
IDX:
8358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8359
Key:
δεσμοφύλαξ

Data

{'headword_display': '<b>δεσμο-φύλαξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δεσμο<hyph/>φύλαξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>prison guard</Def><Tr>jailer</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δεσμοφύλαξ'}