Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δερματουργικός
δέρον
δέρος
δέρσις
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσματα
δεσμευτικός
δεσμεύω
δέσμη
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δεσμώματα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσιος
δεσποστός
View word page
δέσμη
δέσμηηςf bundleof animal-skins, as cargo on a shipD.witnessof weeds, for burningNT.

ShortDef

package, bundle

Debugging

Headword:
δέσμη
Headword (normalized):
δέσμη
Headword (normalized/stripped):
δεσμη
IDX:
8355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8356
Key:
δέσμη

Data

{'headword_display': '<b>δέσμη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δέσμη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>bundle<Expl>of animal-skins, as cargo on a ship</Expl></Tr><Au>D.<LblR>witness</LblR></Au><nS2><Indic>of weeds, for burning</Indic><Au>NT.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'δέσμη'}