Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέρμα
δερμάτινος
δερματουργικός
δέρον
δέρος
δέρσις
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσματα
δεσμευτικός
δεσμεύω
δέσμη
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δεσμώματα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
View word page
δεσμευτικός
δεσμευτικόςή όνadjδεσμεύωof an itemfor use in fetteringPl.

ShortDef

of or for fetters

Debugging

Headword:
δεσμευτικός
Headword (normalized):
δεσμευτικός
Headword (normalized/stripped):
δεσμευτικος
IDX:
8353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8354
Key:
δεσμευτικός

Data

{'headword_display': '<b>δεσμευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δεσμευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δεσμεύω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of an item</Indic><Tr>for use in fettering</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δεσμευτικός'}