Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δερματουργικός
δέρον
δέρος
δέρσις
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσματα
δεσμευτικός
δεσμεύω
δέσμη
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
δεσμώματα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
View word page
δέσματα
δέσματατωνn.plreltd. δεσμόςfetters, chainsOd. headbands, headgearref. to an ensemble of fillet, coif, braids and head-scarfIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέσματα
Headword (normalized):
δέσματα
Headword (normalized/stripped):
δεσματα
IDX:
8352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8353
Key:
δέσματα

Data

{'headword_display': '<b>δέσματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δέσματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety>reltd. <Ref>δεσμός</Ref></Ety></HG><nS1><Tr>fetters, chains</Tr><Au>Od.</Au></nS1> <nS1><Tr>headbands, headgear<Expl>ref. to an ensemble of fillet, coif, braids and head-scarf</Expl></Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δέσματα'}