Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀριστόγονος
ἀριστόκαρπος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκρατίᾱ
ἀριστοκρατικός
ἀριστόμαντις
ἀριστομάχος
ᾱ̓́ριστον
ἀριστοπάτρᾱ
ᾱ̓ριστοποιέομαι
ἀριστοπόνος
ἀριστόποσις
ἄριστος
Ἀριστοτέλης
ἀριστοτέχνᾱς
ἀριστότοκος
Ἀριστοφάνης
ἀριστόχειρ
ἀρισφαλής
ἀριφραδής
Ἀρκάς
View word page
ἀριστο-πόνος
ἀριστοπόνοςονadjἄριστος of handslabouring excellentlyPi.

ShortDef

working excellently

Debugging

Headword:
ἀριστοπόνος
Headword (normalized):
ἀριστοπόνος
Headword (normalized/stripped):
αριστοπονος
IDX:
834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-835
Key:
ἀριστοπόνος

Data

{'headword_display': '<b>ἀριστο-πόνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀριστο<hyph/>πόνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄριστος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of hands</Indic><Tr>labouring excellently</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀριστοπόνος'}