Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεράς
δέργμα
δέρη
δερκιάομαι
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δερματουργικός
δέρον
δέρος
δέρσις
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσματα
δεσμευτικός
δεσμεύω
δέσμη
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλαξ
View word page
δέρσις
δέρσιςεωςfδέρω skin, hideof an animalTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέρσις
Headword (normalized):
δέρσις
Headword (normalized/stripped):
δερσις
IDX:
8348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8349
Key:
δέρσις

Data

{'headword_display': '<b>δέρσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δέρσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>skin, hide<Expl>of an animal</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δέρσις'}