Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέπαστρον
δέραια
δεράς
δέργμα
δέρη
δερκιάομαι
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δερματουργικός
δέρον
δέρος
δέρσις
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσματα
δεσμευτικός
δεσμεύω
δέσμη
δέσμιος
View word page
δέρον
δέρονep.impf.seeδέρω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέρον
Headword (normalized):
δέρον
Headword (normalized/stripped):
δερον
IDX:
8346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8347
Key:
δέρον

Data

{'headword_display': '<b>δέρον</b>', 'content': '<XE><RefFm>δέρον<LblR>ep.impf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δέρω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δέρον'}