Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέπας
δέπαστρον
δέραια
δεράς
δέργμα
δέρη
δερκιάομαι
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δερματουργικός
δέρον
δέρος
δέρσις
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσματα
δεσμευτικός
δεσμεύω
δέσμη
View word page
δερματουργικός
δερματουργικόςή όνadjἔργον of the process or craftof tanning leatherPl.

ShortDef

of or for tanning leather

Debugging

Headword:
δερματουργικός
Headword (normalized):
δερματουργικός
Headword (normalized/stripped):
δερματουργικος
IDX:
8345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8346
Key:
δερματουργικός

Data

{'headword_display': '<b>δερματουργικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δερματουργικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the process or craft</Indic><Tr>of tanning leather</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δερματουργικός'}