Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέος
δέπας
δέπαστρον
δέραια
δεράς
δέργμα
δέρη
δερκιάομαι
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δερματουργικός
δέρον
δέρος
δέρσις
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσματα
δεσμευτικός
δεσμεύω
View word page
δερμάτινος
δερμάτινοςη ονadjof straps, shields, or sim.made of animal hideleatherOd. Hdt. NT.

ShortDef

of skin, leathern

Debugging

Headword:
δερμάτινος
Headword (normalized):
δερμάτινος
Headword (normalized/stripped):
δερματινος
IDX:
8344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8345
Key:
δερμάτινος

Data

{'headword_display': '<b>δερμάτινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δερμάτινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of straps, shields, or sim.</Indic><Def>made of animal hide</Def><Tr>leather</Tr><Au>Od. Hdt. NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δερμάτινος'}