Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεξίωσις
δέξο
δέξω
δέομαι
δέον
δέον
Δεόνῡσος
δέος
δέπας
δέπαστρον
δέραια
δεράς
δέργμα
δέρη
δερκιάομαι
δέρκομαι
δέρμα
δερμάτινος
δερματουργικός
δέρον
δέρος
View word page
δέραια
δέραιαωνn.plδέρη necklaceE. Men. Plu.collarfor a dogX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέραια
Headword (normalized):
δέραια
Headword (normalized/stripped):
δεραια
IDX:
8337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8338
Key:
δέραια

Data

{'headword_display': '<b>δέραια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δέραια</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>δέρη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>necklace</Tr><Au>E. Men. Plu.</Au></nS1><nS1><Tr>collar<Expl>for a dog</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δέραια'}