Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀριστίνδην
ἀριστοβούλη
ἀριστόγονος
ἀριστόκαρπος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκρατίᾱ
ἀριστοκρατικός
ἀριστόμαντις
ἀριστομάχος
ᾱ̓́ριστον
ἀριστοπάτρᾱ
ᾱ̓ριστοποιέομαι
ἀριστοπόνος
ἀριστόποσις
ἄριστος
Ἀριστοτέλης
ἀριστοτέχνᾱς
ἀριστότοκος
Ἀριστοφάνης
ἀριστόχειρ
ἀρισφαλής
View word page
ἀριστο-πάτρᾱ
ἀριστοπάτρᾱᾱςdial.fem.adjἄριστοςπατήρ epith. of Artemiswith the noblest fatherB.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀριστοπάτρᾱ
Headword (normalized):
ἀριστοπάτρᾱ
Headword (normalized/stripped):
αριστοπατρα
IDX:
832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-833
Key:
ἀριστοπάτρᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀριστο-πάτρᾱ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀριστο<hyph/>πάτρᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>dial.fem.adj</PS><Ety><Ref>ἄριστος</Ref><Ref>πατήρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>epith. of Artemis</Indic><Tr>with the noblest father</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀριστοπάτρᾱ'}