Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀριστήιον
ᾱ̓ριστίζω
ἀριστίνδην
ἀριστοβούλη
ἀριστόγονος
ἀριστόκαρπος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκρατίᾱ
ἀριστοκρατικός
ἀριστόμαντις
ἀριστομάχος
ᾱ̓́ριστον
ἀριστοπάτρᾱ
ᾱ̓ριστοποιέομαι
ἀριστοπόνος
ἀριστόποσις
ἄριστος
Ἀριστοτέλης
ἀριστοτέχνᾱς
ἀριστότοκος
Ἀριστοφάνης
View word page
ἀριστο-μάχος
ἀριστομάχοςονadjμάχομαι of Heraklesbest at fightingPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀριστομάχος
Headword (normalized):
ἀριστομάχος
Headword (normalized/stripped):
αριστομαχος
IDX:
830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-831
Key:
ἀριστομάχος

Data

{'headword_display': '<b>ἀριστο-μάχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀριστο<hyph/>μάχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μάχομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Herakles</Indic><Tr>best at fighting</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀριστομάχος'}