Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δένδρεον
δενδρήεις
δένδριον
δενδροέθειρα
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρῶτις
δεννάζω
δέννος
δεξαμενή
δεξιᾱ́
δεξίμηλος
δεξιόγυιος
δεξιολάβος
δεξιόομαι
View word page
δενδρο-φυής
δενδροφυήςέςadjφυή quasi-advbl., of the first race of men springing uptree-likeLyr.adesp.

ShortDef

tree-like

Debugging

Headword:
δενδροφυής
Headword (normalized):
δενδροφυής
Headword (normalized/stripped):
δενδροφυης
IDX:
8307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8308
Key:
δενδροφυής

Data

{'headword_display': '<b>δενδρο-φυής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δενδρο<hyph/>φυής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φυή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>quasi-advbl., of the first race of men springing up</Indic><Tr>tree-like</Tr><Au>Lyr.adesp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δενδροφυής'}