Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέμω
δέν
δενδίλλω
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δένδριον
δενδροέθειρα
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρῶτις
δεννάζω
δέννος
δεξαμενή
δεξιᾱ́
View word page
δένδρον
δένδρονalsoδένδροςnseeδένδρεον

ShortDef

a tree

Debugging

Headword:
δένδρον
Headword (normalized):
δένδρον
Headword (normalized/stripped):
δενδρον
IDX:
8303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8304
Key:
δένδρον

Data

{'headword_display': '<b>δένδρον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δένδρον</HL><VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>δένδρος</FmHL></VL><PS>n</PS></HG><XR>see<Ref>δένδρεον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δένδρον'}