Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεμνιοτήρης
δέμω
δέν
δενδίλλω
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δένδριον
δενδροέθειρα
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρῶτις
δεννάζω
δέννος
δεξαμενή
View word page
δενδροκοπέω
δενδροκοπέωcontr.vbκόπτω cut down all the treesin laying waste to a regionX.

ShortDef

to cut down trees

Debugging

Headword:
δενδροκοπέω
Headword (normalized):
δενδροκοπέω
Headword (normalized/stripped):
δενδροκοπεω
IDX:
8302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8303
Key:
δενδροκοπέω

Data

{'headword_display': '<b>δενδροκοπέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δενδροκοπέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κόπτω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>cut down all the trees<Expl>in laying waste to a region</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δενδροκοπέω'}