Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δέν
δενδίλλω
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δένδριον
δενδροέθειρα
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρῶτις
δεννάζω
View word page
δενδρο-έθειρα
δενδροέθειραᾱςfem.adj of glenstree-tressedthick with leafy treesTim.

ShortDef

wooded

Debugging

Headword:
δενδροέθειρα
Headword (normalized):
δενδροέθειρα
Headword (normalized/stripped):
δενδροεθειρα
IDX:
8300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8301
Key:
δενδροέθειρα

Data

{'headword_display': '<b>δενδρο-έθειρα</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δενδρο<hyph/>έθειρα</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of glens</Indic><Def>tree-tressed</Def><Tr>thick with leafy trees</Tr><Au>Tim.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δενδροέθειρα'}