Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέμα
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δέν
δενδίλλω
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δένδριον
δενδροέθειρα
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρῶτις
View word page
δένδριον
δένδριονAeol.nseeδένδρεον

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δένδριον
Headword (normalized):
δένδριον
Headword (normalized/stripped):
δενδριον
IDX:
8299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8300
Key:
δένδριον

Data

{'headword_display': '<b>δένδριον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δένδριον</HL><PS>Aeol.n</PS></HG><XR>see<Ref>δένδρεον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δένδριον'}