Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δελφῑνοφόρος
δελφῑ́ς
Δελφοί
δέμα
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δέν
δενδίλλω
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δένδριον
δενδροέθειρα
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
δενδροφόρος
View word page
δενδρεό-θρεπτος
δενδρεόθρεπτοςονadjδένδρεοντρέφω of rainnourishing treesEmp.

ShortDef

nourishing trees

Debugging

Headword:
δενδρεόθρεπτος
Headword (normalized):
δενδρεόθρεπτος
Headword (normalized/stripped):
δενδρεοθρεπτος
IDX:
8296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8297
Key:
δενδρεόθρεπτος

Data

{'headword_display': '<b>δενδρεό-θρεπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δενδρεό<hyph/>θρεπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δένδρεον</Ref><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of rain</Indic><Tr>nourishing trees</Tr><Au>Emp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δενδρεόθρεπτος'}