Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Δελφῑ́νιος
δελφῑνοφόρος
δελφῑ́ς
Δελφοί
δέμα
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δέν
δενδίλλω
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δένδριον
δενδροέθειρα
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δενδροτομέω
View word page
δενδίλλω
δενδίλλωvb glancew. one's eyesIl. AR.

ShortDef

to turn the eyes

Debugging

Headword:
δενδίλλω
Headword (normalized):
δενδίλλω
Headword (normalized/stripped):
δενδιλλω
IDX:
8295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8296
Key:
δενδίλλω

Data

{'headword_display': '<b>δενδίλλω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δενδίλλω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>glance<Expl>w. one's eyes</Expl></Tr><Au>Il. AR.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'δενδίλλω'}