Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Δέλφειος
Δελφῑ́νιος
δελφῑνοφόρος
δελφῑ́ς
Δελφοί
δέμα
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δέν
δενδίλλω
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δένδριον
δενδροέθειρα
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
View word page
δέν
δένneut.pronseeδείς

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέν
Headword (normalized):
δέν
Headword (normalized/stripped):
δεν
IDX:
8294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8295
Key:
δέν

Data

{'headword_display': '<b>δέν</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δέν</HL><PS>neut.pron</PS></HG><XR>see<Ref>δείς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δέν'}