Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δελφακόομαι
δέλφαξ
Δέλφειος
Δελφῑ́νιος
δελφῑνοφόρος
δελφῑ́ς
Δελφοί
δέμα
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δέν
δενδίλλω
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δένδριον
δενδροέθειρα
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
View word page
δεμνιο-τήρης
δεμνιοτήρηςεςadjτηρέω of the labourof keeping a bedside vigilover one's offspring, a sick manA.

ShortDef

keeping one to one's bed

Debugging

Headword:
δεμνιοτήρης
Headword (normalized):
δεμνιοτήρης
Headword (normalized/stripped):
δεμνιοτηρης
IDX:
8292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8293
Key:
δεμνιοτήρης

Data

{'headword_display': '<b>δεμνιο-τήρης</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δεμνιο<hyph/>τήρης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τηρέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the labour</Indic><Tr>of keeping a bedside vigil<Expl>over one's offspring, a sick man</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'δεμνιοτήρης'}