Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δελτόομαι
δέλτος
δελφάκιον
δελφακόομαι
δέλφαξ
Δέλφειος
Δελφῑ́νιος
δελφῑνοφόρος
δελφῑ́ς
Δελφοί
δέμα
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δέν
δενδίλλω
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δένδριον
View word page
δέμα
δέμαατοςnδέω1 tetherfor horses or sim.Plb.

ShortDef

band

Debugging

Headword:
δέμα
Headword (normalized):
δέμα
Headword (normalized/stripped):
δεμα
IDX:
8289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8290
Key:
δέμα

Data

{'headword_display': '<b>δέμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δέμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>δέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>tether<Expl>for horses or sim.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δέμα'}