Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δελτάριον
δελτίον
δελτογράφος
δελτόομαι
δέλτος
δελφάκιον
δελφακόομαι
δέλφαξ
Δέλφειος
Δελφῑ́νιος
δελφῑνοφόρος
δελφῑ́ς
Δελφοί
δέμα
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δέν
δενδίλλω
δενδρεόθρεπτος
View word page
δελφῑνο-φόρος
δελφῑνοφόροςονadjδελφῑ́ς 2,φέρω of ships' yard-armsbearing dolphin-bombsTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δελφῑνοφόρος
Headword (normalized):
δελφῑνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
δελφινοφορος
IDX:
8286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8287
Key:
δελφῑνοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>δελφῑνο-φόρος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δελφῑνο<hyph/>φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δελφῑ́ς</Ref> 2,<Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ships' yard-arms</Indic><Tr>bearing dolphin-bombs</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>", 'key': 'δελφῑνοφόρος'}