Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέλεαρ
δελέασμα
δέλτα
δελτάριον
δελτίον
δελτογράφος
δελτόομαι
δέλτος
δελφάκιον
δελφακόομαι
δέλφαξ
Δέλφειος
Δελφῑ́νιος
δελφῑνοφόρος
δελφῑ́ς
Δελφοί
δέμα
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
View word page
δέλφαξ
δέλφαξακοςf pigHippon. Hdt. Philox.Leuc.

ShortDef

a young pig, porker

Debugging

Headword:
δέλφαξ
Headword (normalized):
δέλφαξ
Headword (normalized/stripped):
δελφαξ
IDX:
8283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8284
Key:
δέλφαξ

Data

{'headword_display': '<b>δέλφαξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δέλφαξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>pig</Tr><Au>Hippon. Hdt. Philox.Leuc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δέλφαξ'}