Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δελεάζω
δέλεαρ
δελέασμα
δέλτα
δελτάριον
δελτίον
δελτογράφος
δελτόομαι
δέλτος
δελφάκιον
δελφακόομαι
δέλφαξ
Δέλφειος
Δελφῑ́νιος
δελφῑνοφόρος
δελφῑ́ς
Δελφοί
δέμα
δέμας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
View word page
δελφακόομαι
δελφακόομαιmid.pass.contr.vbδέλφαξ of a pigletbecome a full-grown pigAr.

ShortDef

to grow up to pighood

Debugging

Headword:
δελφακόομαι
Headword (normalized):
δελφακόομαι
Headword (normalized/stripped):
δελφακοομαι
IDX:
8282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8283
Key:
δελφακόομαι

Data

{'headword_display': '<b>δελφακόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δελφακόομαι</HL><PS>mid.pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>δέλφαξ</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a piglet</Indic><Tr>become a full-grown pig</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δελφακόομαι'}