Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεκάχους
Δεκέλεια
δεκετής
δεκήρης
δέκομαι
δέκτης
δεκτικός
δέκτο
δεκτός
δέκτωρ
δεκώρυγος
δελεάζω
δέλεαρ
δελέασμα
δέλτα
δελτάριον
δελτίον
δελτογράφος
δελτόομαι
δέλτος
δελφάκιον
View word page
δεκ-ώρυγος
δεκώρυγοςονadjδέκαὄργυια of hunting netsmeasuring ten fathomsin lengthX.

ShortDef

ten fathoms long

Debugging

Headword:
δεκώρυγος
Headword (normalized):
δεκώρυγος
Headword (normalized/stripped):
δεκωρυγος
IDX:
8271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8272
Key:
δεκώρυγος

Data

{'headword_display': '<b>δεκ-ώρυγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δεκ<hyph/>ώρυγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δέκα</Ref><Ref>ὄργυια</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of hunting nets</Indic><Tr>measuring ten fathoms<Expl>in length</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δεκώρυγος'}