Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεκάχαλκον
δεκάχειλοι
δεκάχους
Δεκέλεια
δεκετής
δεκήρης
δέκομαι
δέκτης
δεκτικός
δέκτο
δεκτός
δέκτωρ
δεκώρυγος
δελεάζω
δέλεαρ
δελέασμα
δέλτα
δελτάριον
δελτίον
δελτογράφος
δελτόομαι
View word page
δεκτός
δεκτόςή όνadj of a personwell-receivedNT.welcomeNT. of a yearfavourable, auspiciousNT.

ShortDef

acceptable

Debugging

Headword:
δεκτός
Headword (normalized):
δεκτός
Headword (normalized/stripped):
δεκτος
IDX:
8269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8270
Key:
δεκτός

Data

{'headword_display': '<b>δεκτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δεκτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>well-received</Tr><Au>NT.</Au><aS2><Tr>welcome</Tr><Au>NT.</Au></aS2></aS1> <aS1><Indic>of a year</Indic><Tr>favourable, auspicious</Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δεκτός'}