Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀριστεῖον
ἀριστερός
ἀριστεύς
ἀριστεύω
ἀριστήιον
ᾱ̓ριστίζω
ἀριστίνδην
ἀριστοβούλη
ἀριστόγονος
ἀριστόκαρπος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκρατίᾱ
ἀριστοκρατικός
ἀριστόμαντις
ἀριστομάχος
ᾱ̓́ριστον
ἀριστοπάτρᾱ
ᾱ̓ριστοποιέομαι
ἀριστοπόνος
ἀριστόποσις
ἄριστος
View word page
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκρατέομαιpass.contr.vbκράτος of persons, citiesbe governed by the best menbe ruled by noblesAr. Pl. X. Arist.

ShortDef

to be governed by the best-born, to live under an aristocratical form of government

Debugging

Headword:
ἀριστοκρατέομαι
Headword (normalized):
ἀριστοκρατέομαι
Headword (normalized/stripped):
αριστοκρατεομαι
IDX:
826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-827
Key:
ἀριστοκρατέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀριστοκρατέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀριστοκρατέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>κράτος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of persons, cities</Indic><Def>be governed by the best men</Def><Tr>be ruled by nobles</Tr><Au>Ar. Pl. X. Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀριστοκρατέομαι'}