Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δέκαχα
δεκάχαλκον
δεκάχειλοι
δεκάχους
Δεκέλεια
δεκετής
δεκήρης
δέκομαι
δέκτης
δεκτικός
δέκτο
δεκτός
δέκτωρ
δεκώρυγος
δελεάζω
δέλεαρ
δελέασμα
δέλτα
δελτάριον
δελτίον
δελτογράφος
View word page
δέκτο
δέκτο
ep.3sg.athem.aor.mid.
see
δέχομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δέκτο
Headword (normalized):
δέκτο
Headword (normalized/stripped):
δεκτο
IDX:
8268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8269
Key:
δέκτο
Data
{'headword_display': '<b>δέκτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>δέκτο<LblR>ep.3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δέχομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δέκτο'}