Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεκατρεῖς
δεκάφῡλος
δέκαχα
δεκάχαλκον
δεκάχειλοι
δεκάχους
Δεκέλεια
δεκετής
δεκήρης
δέκομαι
δέκτης
δεκτικός
δέκτο
δεκτός
δέκτωρ
δεκώρυγος
δελεάζω
δέλεαρ
δελέασμα
δέλτα
δελτάριον
View word page
δέκτης
δέκτηςουmδέχομαι one who takes handoutsbeggarOd.

ShortDef

a receiver: a beggar

Debugging

Headword:
δέκτης
Headword (normalized):
δέκτης
Headword (normalized/stripped):
δεκτης
IDX:
8266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8267
Key:
δέκτης

Data

{'headword_display': '<b>δέκτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δέκτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δέχομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who takes handouts</Def><Tr>beggar</Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δέκτης'}