Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέκατος
δεκατρεῖς
δεκάφῡλος
δέκαχα
δεκάχαλκον
δεκάχειλοι
δεκάχους
Δεκέλεια
δεκετής
δεκήρης
δέκομαι
δέκτης
δεκτικός
δέκτο
δεκτός
δέκτωρ
δεκώρυγος
δελεάζω
δέλεαρ
δελέασμα
δέλτα
View word page
δέκομαι
δέκομαιdial.mid.vbseeδέχομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέκομαι
Headword (normalized):
δέκομαι
Headword (normalized/stripped):
δεκομαι
IDX:
8265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8266
Key:
δέκομαι

Data

{'headword_display': '<b>δέκομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δέκομαι</HL><PS>dial.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>δέχομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δέκομαι'}