Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀριστείᾱ
ἀριστεῖον
ἀριστερός
ἀριστεύς
ἀριστεύω
ἀριστήιον
ᾱ̓ριστίζω
ἀριστίνδην
ἀριστοβούλη
ἀριστόγονος
ἀριστόκαρπος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκρατίᾱ
ἀριστοκρατικός
ἀριστόμαντις
ἀριστομάχος
ᾱ̓́ριστον
ἀριστοπάτρᾱ
ᾱ̓ριστοποιέομαι
ἀριστοπόνος
ἀριστόποσις
View word page
ἀριστό-καρπος
ἀριστόκαρποςονadjκαρπός1 of Sicilywith the best fruits and cropsbest in harvestsB.

ShortDef

bearing fairest fruit

Debugging

Headword:
ἀριστόκαρπος
Headword (normalized):
ἀριστόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
αριστοκαρπος
IDX:
825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-826
Key:
ἀριστόκαρπος

Data

{'headword_display': '<b>ἀριστό-καρπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀριστό<hyph/>καρπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρπός<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Sicily</Indic><Def>with the best fruits and crops</Def><Tr>best in harvests</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀριστόκαρπος'}