Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεκασμός
δεκάσπορος
δεκαταῖος
δεκατάλαντος
δεκατείᾱ
δεκατέσσαρες
δεκάτευμα
δεκατευτήριον
δεκατεύω
δεκάτη
δεκατηλόγος
δεκατημόριον
δέκατος
δεκατρεῖς
δεκάφῡλος
δέκαχα
δεκάχαλκον
δεκάχειλοι
δεκάχους
Δεκέλεια
δεκετής
View word page
δεκατη-λόγος
δεκατηλόγοςουmδεκάτη 3, under δέκατος; λέγω collector of ten-percent customs dutycustoms officerD.

ShortDef

a tithe-collector

Debugging

Headword:
δεκατηλόγος
Headword (normalized):
δεκατηλόγος
Headword (normalized/stripped):
δεκατηλογος
IDX:
8253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8254
Key:
δεκατηλόγος

Data

{'headword_display': '<b>δεκατη-λόγος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δεκατη<hyph/>λόγος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δεκάτη</Ref> 3, under <Ref>δέκατος</Ref>; <Ref>λέγω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>collector of ten-percent customs duty</Def><Tr>customs officer</Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δεκατηλόγος'}