Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓ριστάω
ἀριστείᾱ
ἀριστεῖον
ἀριστερός
ἀριστεύς
ἀριστεύω
ἀριστήιον
ᾱ̓ριστίζω
ἀριστίνδην
ἀριστοβούλη
ἀριστόγονος
ἀριστόκαρπος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκρατίᾱ
ἀριστοκρατικός
ἀριστόμαντις
ἀριστομάχος
ᾱ̓́ριστον
ἀριστοπάτρᾱ
ᾱ̓ριστοποιέομαι
ἀριστοπόνος
View word page
ἀριστό-γονος
ἀριστόγονοςονadjγόνος of a motherwith noblest offspringPi.

ShortDef

with illustrious child

Debugging

Headword:
ἀριστόγονος
Headword (normalized):
ἀριστόγονος
Headword (normalized/stripped):
αριστογονος
IDX:
824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-825
Key:
ἀριστόγονος

Data

{'headword_display': '<b>ἀριστό-γονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀριστό<hyph/>γονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a mother</Indic><Tr>with noblest offspring</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀριστόγονος'}