Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεκαπέντε
δεκάπηχυς
δεκαπλάσιος
δεκάπλεθρος
δεκαπλοῦς
δεκάπους
δεκάρχης
δεκαρχίᾱ
δεκάς
δεκασμός
δεκάσπορος
δεκαταῖος
δεκατάλαντος
δεκατείᾱ
δεκατέσσαρες
δεκάτευμα
δεκατευτήριον
δεκατεύω
δεκάτη
δεκατηλόγος
δεκατημόριον
View word page
δεκά-σπορος
δεκάσποροςονadjδέκασπόρος of a length of timeof ten sowingslasting ten yearsE.

ShortDef

of ten seed-times

Debugging

Headword:
δεκάσπορος
Headword (normalized):
δεκάσπορος
Headword (normalized/stripped):
δεκασπορος
IDX:
8244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8245
Key:
δεκάσπορος

Data

{'headword_display': '<b>δεκά-σπορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δεκά<hyph/>σπορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δέκα</Ref><Ref>σπόρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a length of time</Indic><Def>of ten sowings</Def><Tr>lasting ten years</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δεκάσπορος'}