Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεκάμηνος
δεκαμνᾱιαῖος
δεκάμνως
δεκάμφορος
δεκανᾱίᾱ
δεκαοκτώ
δεκάπαλαι
δεκαπέντε
δεκάπηχυς
δεκαπλάσιος
δεκάπλεθρος
δεκαπλοῦς
δεκάπους
δεκάρχης
δεκαρχίᾱ
δεκάς
δεκασμός
δεκάσπορος
δεκαταῖος
δεκατάλαντος
δεκατείᾱ
View word page
δεκά-πλεθρος
δεκάπλεθροςονadjπλέθρον of an outer fortificationmeasuring ten plethrain lengthTh.

ShortDef

enclosing ten

Debugging

Headword:
δεκάπλεθρος
Headword (normalized):
δεκάπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
δεκαπλεθρος
IDX:
8237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8238
Key:
δεκάπλεθρος

Data

{'headword_display': '<b>δεκά-πλεθρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δεκά<hyph/>πλεθρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλέθρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an outer fortification</Indic><Tr>measuring ten plethra<Expl>in length</Expl></Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δεκάπλεθρος'}