Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δειπνοποιέω
δειπνοφορίᾱ
δειπνοφόρος
δειρᾱ́
δειράς
δειροτομέω
δείρω
δείς
δεῖσα
δεισήνωρ
δεισιδαιμονέω
δεισιδαιμονίᾱ
δεισιδαίμων
δέκα
δεκαβᾱ́μων
δεκάβοιον
δεκαδαρχίᾱ
δεκάδαρχος
δεκαδεύς
δεκαδιστής
δεκαδύο
View word page
δεισιδαιμονέω
δεισιδαιμονέωcontr.vbδεισιδαίμων have a superstitious fearPlb.

ShortDef

have superstitious fears

Debugging

Headword:
δεισιδαιμονέω
Headword (normalized):
δεισιδαιμονέω
Headword (normalized/stripped):
δεισιδαιμονεω
IDX:
8207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8208
Key:
δεισιδαιμονέω

Data

{'headword_display': '<b>δεισιδαιμονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δεισιδαιμονέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δεισιδαίμων</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>have a superstitious fear</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δεισιδαιμονέω'}