Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δειπνητικῶς
δειπνίζω
δειπνολόχος
δεῖπνον
δειπνοποιέω
δειπνοφορίᾱ
δειπνοφόρος
δειρᾱ́
δειράς
δειροτομέω
δείρω
δείς
δεῖσα
δεισήνωρ
δεισιδαιμονέω
δεισιδαιμονίᾱ
δεισιδαίμων
δέκα
δεκαβᾱ́μων
δεκάβοιον
δεκαδαρχίᾱ
View word page
δείρω
δείρωIon.vbseeδέρω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δείρω
Headword (normalized):
δείρω
Headword (normalized/stripped):
δειρω
IDX:
8203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8204
Key:
δείρω

Data

{'headword_display': '<b>δείρω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δείρω</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><XR>see<Ref>δέρω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δείρω'}