Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δειπνητής
δειπνητικῶς
δειπνίζω
δειπνολόχος
δεῖπνον
δειπνοποιέω
δειπνοφορίᾱ
δειπνοφόρος
δειρᾱ́
δειράς
δειροτομέω
δείρω
δείς
δεῖσα
δεισήνωρ
δεισιδαιμονέω
δεισιδαιμονίᾱ
δεισιδαίμων
δέκα
δεκαβᾱ́μων
δεκάβοιον
View word page
δειροτομέω
δειροτομέωIon.contr.vbδέρητέμνω cut the throat ofbutcher, killpersons, cowsHom. hHom.

ShortDef

to cut the throat

Debugging

Headword:
δειροτομέω
Headword (normalized):
δειροτομέω
Headword (normalized/stripped):
δειροτομεω
IDX:
8202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8203
Key:
δειροτομέω

Data

{'headword_display': '<b>δειροτομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δειροτομέω</HL><PS>Ion.contr.vb</PS><Ety><Ref>δέρη</Ref><Ref>τέμνω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>cut the throat of</Def><Tr>butcher, kill</Tr><Obj>persons, cows<Au>Hom. hHom.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'δειροτομέω'}