Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δείους
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνητήριον
δειπνητής
δειπνητικῶς
δειπνίζω
δειπνολόχος
δεῖπνον
δειπνοποιέω
δειπνοφορίᾱ
δειπνοφόρος
δειρᾱ́
δειράς
δειροτομέω
δείρω
δείς
δεῖσα
δεισήνωρ
δεισιδαιμονέω
δεισιδαιμονίᾱ
View word page
δειπνοφορίᾱ
δειπνοφορίᾱᾱςfδειπνοφόρος bearing of a mealto a deity, by girls in a ritual processionMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δειπνοφορίᾱ
Headword (normalized):
δειπνοφορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δειπνοφορια
IDX:
8198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8199
Key:
δειπνοφορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δειπνοφορίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δειπνοφορίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δειπνοφόρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>bearing of a meal<Expl>to a deity, by girls in a ritual procession</Expl></Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δειπνοφορίᾱ'}