Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεινωπός
δείνωσις
δεῖξις
δείους
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνητήριον
δειπνητής
δειπνητικῶς
δειπνίζω
δειπνολόχος
δεῖπνον
δειπνοποιέω
δειπνοφορίᾱ
δειπνοφόρος
δειρᾱ́
δειράς
δειροτομέω
δείρω
δείς
δεῖσα
View word page
δειπνο-λόχος
δειπνολόχοςη ονadjλοχάω of a wifelying in wait for a mealgreedy, gluttonousHes.

ShortDef

fishing for invitations to dinner, parasitic

Debugging

Headword:
δειπνολόχος
Headword (normalized):
δειπνολόχος
Headword (normalized/stripped):
δειπνολοχος
IDX:
8195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8196
Key:
δειπνολόχος

Data

{'headword_display': '<b>δειπνο-λόχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δειπνο<hyph/>λόχος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λοχάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wife</Indic><Def>lying in wait for a meal</Def><Tr>greedy, gluttonous</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δειπνολόχος'}