Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεινότης
δεινόω
δεινωπός
δείνωσις
δεῖξις
δείους
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνητήριον
δειπνητής
δειπνητικῶς
δειπνίζω
δειπνολόχος
δεῖπνον
δειπνοποιέω
δειπνοφορίᾱ
δειπνοφόρος
δειρᾱ́
δειράς
δειροτομέω
δείρω
View word page
δειπνητικῶς
δειπνητικῶςadv like a gourmetref. to preparing a mealAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δειπνητικῶς
Headword (normalized):
δειπνητικῶς
Headword (normalized/stripped):
δειπνητικως
IDX:
8193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8194
Key:
δειπνητικῶς

Data

{'headword_display': '<b>δειπνητικῶς</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>δειπνητικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>like a gourmet</Tr><ModVb>ref. to preparing a meal<Au>Ar.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'δειπνητικῶς'}