Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεινοθέτᾱς
δεινολογέομαι
δεινολογίᾱ
δεινοπαθέω
δεινόπους
δεινός
δεῖνος
δεινότης
δεινόω
δεινωπός
δείνωσις
δεῖξις
δείους
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνητήριον
δειπνητής
δειπνητικῶς
δειπνίζω
δειπνολόχος
δεῖπνον
View word page
δείνωσις
δείνωσιςεωςfδεινόω exaggerationas a rhetorical techniquePl. Arist. indignationprovoked in a listenerArist. Plu.

ShortDef

exaggeration

Debugging

Headword:
δείνωσις
Headword (normalized):
δείνωσις
Headword (normalized/stripped):
δεινωσις
IDX:
8186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8187
Key:
δείνωσις

Data

{'headword_display': '<b>δείνωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δείνωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δεινόω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>exaggeration<Expl>as a rhetorical technique</Expl></Tr><Au>Pl. Arist.</Au></nS1> <nS1><Tr>indignation<Expl>provoked in a listener</Expl></Tr><Au>Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δείνωσις'}