Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεῖνα
Δείναρχος
δεινοθέτᾱς
δεινολογέομαι
δεινολογίᾱ
δεινοπαθέω
δεινόπους
δεινός
δεῖνος
δεινότης
δεινόω
δεινωπός
δείνωσις
δεῖξις
δείους
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνητήριον
δειπνητής
δειπνητικῶς
δειπνίζω
View word page
δεινόω
δεινόωcontr.vb exaggerate the dreadfulness ofdisasters, conditionsTh. Plu.

ShortDef

to make terrible: to exaggerate

Debugging

Headword:
δεινόω
Headword (normalized):
δεινόω
Headword (normalized/stripped):
δεινοω
IDX:
8184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8185
Key:
δεινόω

Data

{'headword_display': '<b>δεινόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δεινόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>exaggerate the dreadfulness of</Tr><Obj>disasters, conditions<Au>Th. Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'δεινόω'}