Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δείμομεν
Δειμός
δεῖν
δεῖν
δεῖνα
Δείναρχος
δεινοθέτᾱς
δεινολογέομαι
δεινολογίᾱ
δεινοπαθέω
δεινόπους
δεινός
δεῖνος
δεινότης
δεινόω
δεινωπός
δείνωσις
δεῖξις
δείους
δειπνέω
δείπνηστος
View word page
δεινό-πους
δεινόπουςποδοςmasc.fem.adjπούς of a personif. cursedreadful of footdiabolically houndinga wrongdoerS.

ShortDef

terrible of foot

Debugging

Headword:
δεινόπους
Headword (normalized):
δεινόπους
Headword (normalized/stripped):
δεινοπους
IDX:
8180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8181
Key:
δεινόπους

Data

{'headword_display': '<b>δεινό-πους</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δεινό<hyph/>πους</HL><Infl>ποδος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a personif. curse</Indic><Def>dreadful of foot</Def><Tr>diabolically hounding<Expl>a wrongdoer</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δεινόπους'}