Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δειματόω
δείμομεν
Δειμός
δεῖν
δεῖν
δεῖνα
Δείναρχος
δεινοθέτᾱς
δεινολογέομαι
δεινολογίᾱ
δεινοπαθέω
δεινόπους
δεινός
δεῖνος
δεινότης
δεινόω
δεινωπός
δείνωσις
δεῖξις
δείους
δειπνέω
View word page
δεινοπαθέω
δεινοπαθέωcontr.vbπάσχω complain bitterlyof one's wrongsD. Plb.

ShortDef

to complain loudly of sufferings

Debugging

Headword:
δεινοπαθέω
Headword (normalized):
δεινοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
δεινοπαθεω
IDX:
8179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8180
Key:
δεινοπαθέω

Data

{'headword_display': '<b>δεινοπαθέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δεινοπαθέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πάσχω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>complain bitterly<Expl>of one's wrongs</Expl></Tr><Au>D. Plb.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'δεινοπαθέω'}