Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δειμαίνω
δειμαλέος
δειματόω
δείμομεν
Δειμός
δεῖν
δεῖν
δεῖνα
Δείναρχος
δεινοθέτᾱς
δεινολογέομαι
δεινολογίᾱ
δεινοπαθέω
δεινόπους
δεινός
δεῖνος
δεινότης
δεινόω
δεινωπός
δείνωσις
δεῖξις
View word page
δεινολογέομαι
δεινολογέομαιmid.contr.vbλόγος complain bitterlyHdt.w.compl.cl.that sthg. is the caseHdt. Plu.

ShortDef

to complain loudly

Debugging

Headword:
δεινολογέομαι
Headword (normalized):
δεινολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
δεινολογεομαι
IDX:
8177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8178
Key:
δεινολογέομαι

Data

{'headword_display': '<b>δεινολογέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δεινολογέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>λόγος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>complain bitterly</Tr><Au>Hdt.</Au><Cmpl><GLbl>w.compl.cl.</GLbl>that sthg. is the case<Au>Hdt. Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'δεινολογέομαι'}