Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δειλινός
δείλομαι
δειλόομαι
δειλός
δεῖμα
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματόω
δείμομεν
Δειμός
δεῖν
δεῖν
δεῖνα
Δείναρχος
δεινοθέτᾱς
δεινολογέομαι
δεινολογίᾱ
δεινοπαθέω
δεινόπους
δεινός
View word page
Δειμός
Δειμόςοῦm personif., as a god who stalks the battlefieldFearIl. Hes.

ShortDef

fear, terror

Debugging

Headword:
Δειμός
Headword (normalized):
δειμός
Headword (normalized/stripped):
δειμος
IDX:
8171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8172
Key:
Δειμός

Data

{'headword_display': '<b>Δειμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>Δειμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>personif., as a god who stalks the battlefield</Indic><Tr>Fear</Tr><Au>Il. Hes.</Au></nS1></NE>', 'key': 'Δειμός'}